Μου ζήτησε ο φίλος μου ο george να γράψω μια ιστορία με τις λέξεις : αδυσώπητος έρωτας,κιτρινισμένα γράμματα,ταξίδι του ονείρου,χαμόγελο,φθοροποιός χρόνος......
Όταν είδα τις λέξεις είπα....ωχ!
μετά είπα...ωχ! ωχ! ωχ! τώρα τι γράφουμε???
και μετά ....α,ρε george....
και μετά.....
Μια φορά κι έναν καιρό,
σ΄ένα ινδιάνικο χωριό, στην Αίγινα νομίζω, ζούσε ένας πολύ σκληρός άνθρωπος. Τόσο σκληρός ήταν που όταν κοιμόταν,οι γυναίκες του χωριού έτριβαν με αυτόν τις κατσαρόλες τους και τα τηγάνια τους...
Κανέναν δε λυπόταν αυτός ο σκληρός άνθρωπος, κανέναν δε βοηθούσε κι απ΄όλους κάτι είχε πάρει.... Καθημερινά έξω απο τη σκηνή του μαζεύονταν,για ώρες, άντρες και γυναίκες όλων των ηλικιών για να φωνάξουν,για να διαμαρτυρηθούν , για να πάρουν πίσω αυτά που τους χρωστούσε....
Ήταν όμορφος και πολύ ψηλός, πιο ψηλός απ ΄όλους.... κι όταν έβγαινε απο τη σκηνή του όλοι βουβαίνονταν και τον κοιτούσαν. Τα ξεχνούσαν όλα! Οι γκρίνιες σταματούσαν! Μόνο τον κοιτούσαν και μόνο τον θαύμαζαν.... κι όλοι ψιθύριζαν το όνομά του... ο
Αδυσώπητος Έρωτας, ο Αδυσώπητος Έρωτας....
Μια μέρα,ένα μικρό ινδιανάκι ,
Το ταξίδι του ονείρου, πήγε και στάθηκε κι αυτό έξω απο τη σκηνή κι όταν εκείνος βγήκε ,ψηλός και επιβλητικός , βγάζει ο μικρός τη σφεντόνα απο την τσέπη του και του ρίχνει μια πέτρα στην κεφάλα και πάρτον κάτω τον γίγαντα.... Τον είχε καιρό στη μπούκα γιατί κάτι είχε πάρει κάποτε και απο τη δική του μαμά.....
Το μαζεμένο πλήθος τα έχασε.... σάστισε......και χωρίς καμία λογική εξήγηση....αρπάζουν όλοι τους απο μια καρέκλα και τρέχουν ,θυμωμένοι, να κυνηγήσουν το Ταξίδι του Ονείρου...
Εκείνο βέβαια έτρεχε πολύ γρήγορα και σιγά μην το έπιαναν....
Πιάνονται τα όνειρα??
Πού και πού γυρνούσε μόνο και τους κοιτούσε και τους ρωτούσε.... Καλέ,έτσι σας έμαθαν εσάς να κυνηγάτε τα όνειρα..... με καρέκλες???
Το πλήθος όμως που ήξερε πολύ καλά να μιλάει αλλά όχι να ακούει... συνέχιζε να τρέχει κραδαίνοντας τις καρέκλες στον αέρα!!!
Όταν άρχιζαν να κουράζονται και να σταματούν λίγο,λίγο... κάπου μπροστά τους,μακρυά είδαν να έρχεται προς το μέρος τους ο μάγος του χωριού... ο
Φθοροποιός Χρόνος !
- Που πάτε άμυαλοι,τους ρωτάει. Πάλι με το παιδί τα βάλατε? Άλλος φταίει, άλλος την πληρώνει?? Ντροπή σας!!! Μπροστά στον Αδυσώπητο Έρωτα μου κάνετε όλοι το παπί....
Άντε να μου χαθείτε.... που να σας φθαρούν τα σχοινιά στις σκηνές σας και επίσης και τα λάστιχα στα μεσοφόρια σας!!! (τα βρακιά δεν είχαν ανακαλυφθεί ακόμα)
Έτσι κι έγινε....
Τρομαγμένοι απο την κατάρα που τους έριξε ο μάγος και κρατώντας όπως μπορούσαν τα μεσοφόρια τους για να μην τους πέσουν, γύρισαν στο χωριό.
Φτάνοντας έξω απο τη σκηνή του Αδυσώπητου, τι να δουν???
Δίπλα στο κεφάλι του ψηλού στεκόταν γονατιστή η φουρνάρισσα του χωριού η
Κιτρινισμένα Γράμματα.
Η κατάρα του μάγου γκρέμισε το φούρνο της. Ίσα που πρόλαβε να βγεί!! Την είχε πιάσει πανικός! Άρχισε να τρέχει σαν τρελλή,σκεπάζοντας το πρόσωπό της με τις παλάμες της....
Κι επειδή φυσικά,με τις παλάμες να σκεπάζουν και τα μάτια της ,δεν έβλεπε που πήγαινε, δεν είδε τον πεσμένο Αδυσώπητο, σκόνταψε πάνω του κι έπεσε κι αυτή....
Ξέχασα να σας πω πως η Κιτρινισμένα Γράμματα είχε πολύ κιτρινισμένα δόντια. Επειδή όμως ,στο χωριό , όταν τη βάφτιζαν υπήρχε άλλη με το όνομα Κιτρινισμένα Δόντια , την έβγαλαν Κιτρινισμένα Γράμματα για να αποφύγουν τη συνωνυμία...
Η Κιτρινισμένα Γράμματα λοιπόν,πίστευε πολύ στη μοίρα και στο πεπρωμένο κι έτσι όταν είδε τον ψηλό δίπλα της,πεσμένο κι αυτόν, πίστεψε πως έπρεπε να τον βοηθήσει να συνέλθει και να αναλάβει απο κείνη τη μέρα και μετά,τη φροντίδα του για πάντα!! Αυτό κατάλαβε!!
Σηκώνεται λοιπόν του ρίχνει δυο τρία χαστούκια (είχε και βαρύ χέρι,ένεκα ο φούρνος...) και του λέει....
- Άντε ,σήκω πια... σα μικρό παιδί κάνεις.....
- Μα πονάω της λέει εκείνος,κλαψουρίζοντας.
- Πονάς έ?? Να πρόσεχες, ποιός σου είπε να μπλέκεις σε φασαρίες???
- Μα τι φασαρίες μου λές? της λέει.
Το ταξίδι του ονείρου με χτύπησε....
- Το όνειρο?? Δε μπορεί , κάτι θα του έκανες για να σε χτυπήσει.... Τι του έκανες?? λέγε...
- Ε, να.... πήρα κάτι απο τη μαμά του....
- Τι της πήρες??
- Το χαμόγελο....της πήρα....
- Τιιιιιιιιιιιιιιι???
- και την καρδιά......
- Τιιιιιιιιιιιιιιιιι??? λέει πολύ αγριεμένη τώρα η φουρνάρισσα....
Η φουρνάρισσα που είχε πάντα στην τσέπη της ένα πτυσώμενο φουρνόξυλο..... το βγάζει κι αρχίζει να χτυπάει μ΄αυτό δυνατά τον Αδυσώπητο Έρωτα.....
- Αουτς, ωχ, μη, άουχ....φώναζε ο ψηλός...
Ρίχτου,ρίχτου φώναζαν οι ινδιάνοι που τους παρακολουθούσαν απο μακρυά κι απ΄ τη χαρά τους ξέχασαν τα κομμένα τους λάστιχα....κι άρχισαν τα παλαμάκια και τα μπράβο ενώ τα μισοφόρια έπεφταν το ένα μετά το άλλο....
Με σκυμένο κεφάλι ο Αδυσώπητος Έρωτας μπήκε στη σκηνή του ενώ η Κιτρινισμένα Γράμματα τον ακολούθησε μέσα χωρίς να σταματάει να του ρίχνει φουρνοξυλιές με την ψυχή της...
Λίγο μετά ο Αδυσώπητος Έρωτας βγήκε να απλώσει τη μπουγάδα.....
Αδυσώπητεεεεεεεεεεεεεεεεεεε φώναζε νευριασμένη η Κιτρινισμένα Γράμματα...
τα μανταλάκια ξέχασες βρε αχαίρευτεεεεεεεεεεεεεε....
Ξαναμπαίνει μέσα εκείνος,παίρνει τα μανταλάκια, ξαναβγαίνει, απλώνει και βολίδα ξαναμπαίνει για να βγεί και πάλι, σχεδόν αμέσως με 2 τεράστιους σκουπιδοτενεκέδες.... ενώ η Γράμματα συνέχιζε να φωνάζει.....
Οι ινδιάνοι,χαρούμενοι για την κάθαρση.... που τώρα πια,όχι μόνο έβλεπαν μπροστά τους... αλλά την ένιωθαν και στην ψυχή τους, έγραψαν μια για πάντα τον Αδυσώπητο Έρωτα στα παλιά τους τα παπούτσια (αυτά είχαν ανακαλυφθεί) και συνέχισαν επιτέλους τη ζωή τους που έτσι κι αλλιώς, εδώ και πολύ καιρό προχωρούσε χωρίς να τους περιμένει.... και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτεραααααααααααα!!!!
και τώρα ποιος θα το συνεχίσει το παιχνιδάκι μας???? δε ξέρω ποιός έχει μείνει που δεν έχει γράψει..... αλλά όποιος έχει τη διάθεση.....ας πάρει τις λεξούλες που λέγαμε και καλά ξεμπερδέματα....